Η οστεοπόρωση είναι ένα αυξανόμενο παγκόσμιο πρόβλημα χωρίς σύνορα. Πρόκειται για την συχνότερη πάθηση των οστών, η οποία αν αφεθεί χωρίς θεραπεία θα οδηγήσει σε απρόβλεπτες και δύσκολες για την ζωή μας, παθολογικές καταστάσεις.
Οι μέχρι σήμερα θεραπευτικές αγωγές για την οστεοπόρωση δεν είναι επαρκείς, για αυτό η πρόληψη της νόσου έχει σπουδαία σημασία. Οι μετρήσεις της οστεοκαλσίνης και του οστικού κλάσματος της αλκαλικής φωσφατάσης του ορού αντιπροσωπεύουν τους πιό αποτελεσματικούς δείκτες οστικής παραγωγής. Επίσης ο προσδιορισμός της πυριδολίνης των ούρων και μερικών άλλων πεπτιδίων βοηθούν στην διαγνωστική προσέγγιση της οστικής απορρόφησης.
Από τις απεικονιστικές εξετάσεις είναι φανερό οτι η σωστή ακτινογραφία του πάσχοντος οστού, ιδίως όταν αφορά σε διερεύνηση πόνου σπονδυλικής στήλης, δεν μπορεί να παραληφθεί και πρέπει να αποτελεί αρκετές φορές τη βασική εξέταση, διατηρώντας επιφύλαξη για τις συνθήκες λήψης των ακτινολογικών πληροφοριών.
Οι μετρήσεις οστικής μάζας αποτελούν πλέον εξετάσεις ρουτίνας για την παρακολούθηση της οστικής δομής των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών.Η απορρόφηση ακτίνων Χ διπλής ενέργειας-DXA, είναι μία μέθοδος πολύ διαδεδομένη.Είναι απαραίτητο να τονιστούν 2 σημεία:
Η ποσοτική αξονική τομογραφία (QCT) και ιδιαίτερα η περιφερική ποσοτική αξονική τομογραφία (pQCT) είναι μια άλλη μέθοδος ευρέως αποδεκτή. Το πλεονέκτημα της είναι ότι επιτρέπει ανίχνευση οστικών αλλαγών ακόμη και σε αρχικά στάδια.
Το σπινθηρογράφημα οστών είναι μία απλή, εύχρηστη, μη επεμβατική τεχνική που παρέχει δυνατότητες μεταβολικής ανίχνευσης ολόκληρου του σκελετού. Με τη διερεύνηση όλου του φάσματος των μεταβολών του σκελετού απο τις πλαστικές μεταβολές ως τα αληθή πρόσφατα κατάγματα δίνεται η δυνατότητα πιστοποίησης του αιτίου του πόνου, καθως και της τυχόν ανταπόκρισης στη θεραπευτική αγωγή.
Η σύγχρονη πρόταση είναι η χρήση τομογραφίας SPECT στη σπονδυλική στήλη (κυρίως στην οσφυική μοίρα της σπονδυλικής στήλης), με σκοπό τη βελτίωση της συνολικής απεικονιστικής αξίας του σπινθηρογραφήματος στην παρακολούθηση των οστεοπορωτικών ασθενών.
Τα τελευταία χρόνια κατέστη φανερό ότι, σύμφωνα με τις αρχές της ιατρικής της βασιζόμενης σε αποδείξεις, οι μελέτες των διαφόρων αντιοστεοπορωτικών φαρμάκων πρέπει να έχουν ως κύριο τελικό σημείο την μείωση των καταγμάτων.
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται σήμερα στη θεραπεία της οστεοπόρωσης έχουν δύο βασικούς ρόλους.
Η πρώτη κατηγορία φαρμάκων είναι φάρμακα που δρουν αντι-απορροφητικά .Εμποδίζουν δηλαδή το στάδιο απορρόφησης της οστικής μάζας αναστέλλοντας τη καταστροφική δράση των οστεοκλαστών με διάφορους το καθένα τρόπους. Τέτοια φάρμακα είναι τα διφωσφονικά, η καλσιτονίνη, το denosumab, τα οιστρογόνα και η ραλοξιφαίνη.
Η δεύτερη κατηγορία φαρμάκων είναι αυτά που δρουν με αναβολικό τρόπο. Η δράση τους είναι το ”χτίσιμο” νέου οστού δηλαδή η παραγωγή οστικής μάζας απο τους οστεοβλάστες. Με τον τόπο αυτό αυξάνεται η οστική πυκνότητα και μειώνεται ο κίνδυνος κατάγματος. Τέτοια φάρμακα είναι η τεριπαρατίδη, η ανασυνδυασμένη ανθρώπινη παραθορμόνη και το ρανελανικό στρόντιο.
Όσον αφορά την ορμονική θεραπεία υποκατάστασης, η τελευταία μελέτη (WHI) έδειξε μείωση τόσο των σπονδυλικών, όσο και των μη σπονδυλικών καταγμάτων(ισχίου), αλλά λόγω της δράσης της στο μαστό και το καρδιαγγειακό σύστημα, η μακροχρόνια χορήγηση της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης καθίσταται προβληματική.
Η απουσία επιστημονικών δεδομένων ευρείας κλίμακας δεν μας επιτρέπει να ορίσουμε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα θεραπείαςσε όλους τους ασθενείς.
Ο θεράποντας ιατρός θα πρέπει να κρίνει εξατομικευμένα, αναλογιζόμενος πολλούς παράγοντες:
Ο περιοδικός έλεγχος των ασθενών καθορίζει την απόφαση για συνέχιση, διακοπή ή αλλαγή του φαρμάκου που λαμβάνουν. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει η απόφαση αυτή να λαμβάνεται με πρωτοβουλία των ασθενών.
Η σωστή ιατρική πρακτική είναι η εξατομίκευση του προβλήματος και η καλύτερη προσέγγιση είναι η επανεκτίμηση της αγωγής ανά έτος.
Όταν ένα άτομο παρουσιάζει καλή ανταπόκριση στην αγωγή μπορεί να τεθεί στη λεγόμενη ”περίοδο διακοπών από το φάρμακο” (drug holiday). Είναι μία περίοδος στην οποία διακόπτεται η χορήγηση του φαρμάκου (συνηθέστερα διφωσφονικού) και παρακολουθείται ο ασθενής με μετρήσεις οστικής πυκνότητας. Η περίοδος αυτή συνήθως έρχεται στα 5 χρόνια μετά τη θεραπεία ενώ κάποιοι την εφαρμόζουν όταν ο ασθενής έχει βελτίωση ή σταθερή τιμή στην οστική του πυκνότητα σε μετρήσεις που απέχουν 2 έτη μεταξύ τους.
Η αγωγή με διφοσφωνικά ενδέχεται να παρουσιάσει κάποιες παρενέργειες. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να ακολουθούνται οι οδηγίες λήψης αυτών με μεγάλη προσοχή.
Οδηγίες λήψης για λιγότερες επιπλοκές
Εάν εφαρμοσθούν κατά γράμμα, οι παραπάνω οδηγίες, τότε το φάρμακο, περνά παρασυρμένο από το νερό, από τον οισοφάγο στον στόμαχο και με την ορθοστασία από τον στόμαχο στο έντερο, όπου και απορροφάται. Ο,τι αναστέλλει αυτή την πορεία, καθυστερεί το Διφωσφονικό στο στομάχι, το οποίο εάν διαλυθεί τοπικά, μπορεί και να ερεθίσει το στομάχι ή τον οισοφάγο αλλά και να μειώσει την απορρόφησή του στο έντερο.
Συχνές παρενέργειες
Σπάνιες παρενέργειες
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου της ιστοσελίδας orthosoma.gr με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του κατόχου του βάση του Νόμου 2121/1993 και τους κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.